- ἐμπληθύνομαι
- ἐμ-πληθύνομαι,A to be filled with,
ἀλογιστίας LXX 3 Ma. 5.42
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀλογιστίας LXX 3 Ma. 5.42
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμπληθύνομαι — ἐμπληθύνομαι (Α) παραγεμίζω με κάτι … Dictionary of Greek
ἐμπληθυνθείς — ἐμπληθύνομαι to be filled with aor part mp masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)